αιτιολογικός

αιτιολογικός
-ή, -ό
1. αυτός που φανερώνει την αιτία: Εδώ χρειάζεται μια αιτιολογική πρόταση.
2. το ουδ., το αιτιολογικό ως ουσ. σημαίνει την έκθεση των λόγων επί των οποίων στηρίχτηκε μια απόφαση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αἰτιολογικός — ready at giving the cause masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτιολογικός — ή, ό (Α αἰτιολογικός, ή, όν [αἰτιολογῶ] 1. αυτός που δηλώνει την αιτία, που δικαιολογεί κάτι 2. (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει αιτία, όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (νομ. όρ.) το… …   Dictionary of Greek

  • αἰτιολογικά — αἰτιολογικός ready at giving the cause neut nom/voc/acc pl αἰτιολογικά̱ , αἰτιολογικός ready at giving the cause fem nom/voc/acc dual αἰτιολογικά̱ , αἰτιολογικός ready at giving the cause fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικῶν — αἰτιολογικός ready at giving the cause fem gen pl αἰτιολογικός ready at giving the cause masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικόν — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc acc sg αἰτιολογικός ready at giving the cause neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικώτατα — αἰτιολογικός ready at giving the cause adverbial superl αἰτιολογικός ready at giving the cause neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικοῖς — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικοί — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικοῦ — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογικούς — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”